Local cover image
Local cover image

Η Αναρά : [μυθιστόρημα] / Βασίλης Ι. Γεργατσούλης.

By: Γεργατσούλης, Βασίλης Ι, 1965-Material type: TextTextLanguage: Greek, Modern (1453- ) Publication details: Αθήνα : Σύγχρονη Εποχή, 2005. Description: 266 σ. ; 21 εκISBN: 960-224-979-XSubject(s): Ελληνική λογοτεχνία -- ΜυθιστόρημαDDC classification: 889.3 Summary: Φτάνοντας στα πρώτα σπίτια του χωριού βλέπω μια γριά να κάθεται στην αυλή της και να πλέκει με το βελονάκι της μια περίτεχνη λεπτή δαντέλα. - Πιστεύεις, γιαγιά στις αναράδες; τη ρωτώ διστακτικά. Υπάρχουν στ' αλήθεια; - Στις αναράδες; ρωτά έκπληκτη η γριά, που ασφαλώς δεν περίμενε τέτοια ερώτηση. Πού τις θυμήθηκες αυτές, παιδάκι μου; Υπάρχουν! λέει στο τέλος με έναν τόνο σιγουριάς στη φωνή της. Κάποτε τις βλέπαμε ταχτικά! - Και πού πήγαν τώρα, γιαγιά; Πέθαναν; Η γριά ξεσπά σε δυνατά γέλια. - Πέθαναν; Αυτές δεν πεθαίνουν ποτέ! λέει στο τέλος. - Και γιατί δεν τις βλέπουμε πια; - Να σου πω, γιε μου! Τις αναράδες από παλιά τις έβλεπαν μόνο οι αλαφροΐσκιωτοι και οι αγαθοί άνθρωποι. Σήμερα, που όλοι κυνηγάμε το χρήμα, ξέρεις εσύ κανέναν αγαθό; Πονήρεψε ο κόσμος! Γι' αυτό δεν εμφανίζονται πια! Σήμερα, βλέπεις, εμείς είμαστε πιο πονηροί από δαύτες! Μας φοβούνται και δε σιμώνουν! Είμαστε πιο διάβολοι εμείς από τις αναράδες. Ο Βασίλης Γεργατσούλης αντλεί την έμπνευσή του από τους λαϊκούς θρύλους της Καρπάθου. Σκιαγραφεί τη ζωή του ανθρώπου στην κλειστή νησιώτικη κοινωνία και τη μετεξέλιξή της στις σημερινές συνθήκες αστικοποίησης. Φιλοσοφεί πάνω στο θέμα του χρόνου, των γηρατειών και της ζωής.
Item type: Λογοτεχνία
Tags from this library: No tags from this library for this title.
Holdings
Current library Call number Copy number Status Date due Barcode
Δημοτική Βιβλιοθήκη Περιστερίου
889.3 ΓΕΡ 1 Available 15771

Φτάνοντας στα πρώτα σπίτια του χωριού βλέπω μια γριά να κάθεται στην αυλή της και να πλέκει με το βελονάκι της μια περίτεχνη λεπτή δαντέλα.
- Πιστεύεις, γιαγιά στις αναράδες; τη ρωτώ διστακτικά. Υπάρχουν στ' αλήθεια;
- Στις αναράδες; ρωτά έκπληκτη η γριά, που ασφαλώς δεν περίμενε τέτοια ερώτηση. Πού τις θυμήθηκες αυτές, παιδάκι μου; Υπάρχουν! λέει στο τέλος με έναν τόνο σιγουριάς στη φωνή της. Κάποτε τις βλέπαμε ταχτικά!
- Και πού πήγαν τώρα, γιαγιά; Πέθαναν;
Η γριά ξεσπά σε δυνατά γέλια.
- Πέθαναν; Αυτές δεν πεθαίνουν ποτέ! λέει στο τέλος.
- Και γιατί δεν τις βλέπουμε πια;
- Να σου πω, γιε μου! Τις αναράδες από παλιά τις έβλεπαν μόνο οι αλαφροΐσκιωτοι και οι αγαθοί άνθρωποι. Σήμερα, που όλοι κυνηγάμε το χρήμα, ξέρεις εσύ κανέναν αγαθό; Πονήρεψε ο κόσμος! Γι' αυτό δεν εμφανίζονται πια! Σήμερα, βλέπεις, εμείς είμαστε πιο πονηροί από δαύτες! Μας φοβούνται και δε σιμώνουν! Είμαστε πιο διάβολοι εμείς από τις αναράδες.
Ο Βασίλης Γεργατσούλης αντλεί την έμπνευσή του από τους λαϊκούς θρύλους της Καρπάθου. Σκιαγραφεί τη ζωή του ανθρώπου στην κλειστή νησιώτικη κοινωνία και τη μετεξέλιξή της στις σημερινές συνθήκες αστικοποίησης. Φιλοσοφεί πάνω στο θέμα του χρόνου, των γηρατειών και της ζωής.

Click on an image to view it in the image viewer

Local cover image