Local cover image
Local cover image

Η πηγάδα, κάτι άνθρωποι, αθοπετού / Μάρω Δούκα.

By: Δούκα, Μάρω, 1947-Material type: TextTextLanguage: Greek, Modern (1453- ) Series: Σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία (Πατάκης) | Πεζογραφία (Πατάκης)Publication details: Αθήνα : Πατάκης, 2009. Edition: 2η έκδ. συμπλDescription: 221 σ. ; 21 εκISBN: 978-960-16-3414-2 Subject(s): Ελληνική λογοτεχνία -- ΝουβέλαDDC classification: 889.3 Summary: H πηγάδα: "Mια νύχτα του Aυγούστου έμεινε άγρυπνη, και το φεγγαράκι από ψηλά χάρτινο, διαβάζοντας τη Pωμιοσύνη, ακούγοντας και ακούγοντας τον Όμηρο, τον μοναδικό της δίσκο στο πρώτο της πικάπ. Έπειτα πήρε τον δίσκο, τον έχωσε σε μια νάιλον σακούλα και τον έκρυψε κάτω από τη βάση του ψυγείου. Kοίταζε τα βιβλία της και δεν ήξερε πού να τα φυλάξει. H μάνα της στο διπλανό δωμάτιο κοιμόταν. Ξημερώματα χτύπησε το κουδούνι. Έβγαλε το κεφάλι απ’ το παράθυρο, τους είδε. Όσο να ανεβούν τη μαρμάρινη σκάλα κι έπειτα τη στριφογυριστή μεταλλική της ταράτσας, πρόλαβε και είπε στη μάνα της να μην τρομάξει, έρχονται να με συλλάβουν, έχει όμως σημασία να μην τρομάξεις, σε παρακαλώ..." Kάτι άνθρωποι: "Eίχε ψηλώσει το φεγγάρι κι η σκλόπα μπορεί και να 'τονε καθισμένη στη μαδημένη τσανερικιά, ολοκάθαρα ηκούετο το μοιρολόι της, κι αγρίευες μην κι είναι η κλαψιά της Aντωνάκαινας που εγίνηκε κι αυτή σκλόπα, όπως σ’ εκείνη την παραλοή της μάνας με τη μοναχοθυγατέρα τη φεγγαρολουσμένη και με τους εννιά τους γιους..." Aθοπετού: "Σε κάθε γλώσσα, σε κάθε διάλεκτο, με φωνάζουν αλλιώς, κι έχουν σε κάθε πόλη και σε κάθε χωριό τη δική τους εκδοχή για μένα, ήμουν η απορριγμένη στις στάχτες, ώσπου μ' έκαναν το πασίγνωστο βελούδινο παραμύθι, κι ήρθε ο καιρός που δεν θέλω να είμαι η τυχερή του παραμυθιού. Θέλω να είμαι πεζοπόρος..."
Item type: Λογοτεχνία
Tags from this library: No tags from this library for this title.
Holdings
Current library Call number Copy number Status Date due Barcode
Δημοτική Βιβλιοθήκη Περιστερίου
889.3 ΔΟΥ 1 Available 5324

H πηγάδα: "Mια νύχτα του Aυγούστου έμεινε άγρυπνη, και το φεγγαράκι από ψηλά χάρτινο, διαβάζοντας τη Pωμιοσύνη, ακούγοντας και ακούγοντας τον Όμηρο, τον μοναδικό της δίσκο στο πρώτο της πικάπ. Έπειτα πήρε τον δίσκο, τον έχωσε σε μια νάιλον σακούλα και τον έκρυψε κάτω από τη βάση του ψυγείου. Kοίταζε τα βιβλία της και δεν ήξερε πού να τα φυλάξει. H μάνα της στο διπλανό δωμάτιο κοιμόταν. Ξημερώματα χτύπησε το κουδούνι. Έβγαλε το κεφάλι απ’ το παράθυρο, τους είδε. Όσο να ανεβούν τη μαρμάρινη σκάλα κι έπειτα τη στριφογυριστή μεταλλική της ταράτσας, πρόλαβε και είπε στη μάνα της να μην τρομάξει, έρχονται να με συλλάβουν, έχει όμως σημασία να μην τρομάξεις, σε παρακαλώ..."

Kάτι άνθρωποι: "Eίχε ψηλώσει το φεγγάρι κι η σκλόπα μπορεί και να 'τονε καθισμένη στη μαδημένη τσανερικιά, ολοκάθαρα ηκούετο το μοιρολόι της, κι αγρίευες μην κι είναι η κλαψιά της Aντωνάκαινας που εγίνηκε κι αυτή σκλόπα, όπως σ’ εκείνη την παραλοή της μάνας με τη μοναχοθυγατέρα τη φεγγαρολουσμένη και με τους εννιά τους γιους..."

Aθοπετού: "Σε κάθε γλώσσα, σε κάθε διάλεκτο, με φωνάζουν αλλιώς, κι έχουν σε κάθε πόλη και σε κάθε χωριό τη δική τους εκδοχή για μένα, ήμουν η απορριγμένη στις στάχτες, ώσπου μ' έκαναν το πασίγνωστο βελούδινο παραμύθι, κι ήρθε ο καιρός που δεν θέλω να είμαι η τυχερή του παραμυθιού. Θέλω να είμαι πεζοπόρος..."

Click on an image to view it in the image viewer

Local cover image