Η αυτοκρατορία των δήθεν / Ελένη Στασινού

By: Στασινού, Ελένη Κ, 1948-Material type: TextTextSeries: Σταθμός στη σύγχρονη λογοτεχνίαPublication details: Αθήνα : Εμπειρία Εκδοτική, 2003 Edition: 1η έκδDescription: 415 σ. ; 21 εκISBN: 960-417-035-X Subject(s): Ελληνική λογοτεχνία -- ΜυθιστόρημαDDC classification: 889.3 ΣΤΑ Summary: Ο πατέρας είχε φέρει υλικά από παντού. Αυτό καθόλου δεν εμπόδισε το αποτέλεσμα να είναι ογκώδες και κακόγουστο. Εκείνος, βέβαια, δεν το έβλεπε έτσι. Το 'λεγε "τ' αρχοντικό μου". Τότε ήταν που τη θέση του στέγαστρου πήρε μια ράμπα τσιμεντένια που διέσχιζε όλο το κτήμα και που μπορούσε να παρκάρει την καινούργια του Μερσεντές που 'φερε από τη Γερμανία, όπως και τα αυτοκίνητα όσων φιλοξενούσε. Δηλαδή κανενός. Γιατί ποτέ δε φιλοξένησε άνθρωπο, προφυλάσσοντας έτσι την τιμή του σπιτιού του από επίδοξους ανταγωνιστές και αντεραστές. Ο φράχτης του οικοπέδου έγινε μάντρα με δύο πλίθες, που μετά γίνανε τέσσερις κι ύστερα έξι και σοβαντισμένες. Μια νύχτα έγινε κι ένα "μεγάλο θαύμα" που ο πατέρας τους όρκισε να μην το πουν σε ψυχή. Επειδή ο καλός Θεός τους αγαπούσε, μεγάλωσε το κτήμα τους κάπου δέκα μέτρα κι εκεί που μια ψωμωμένη συκιά ήταν έξω από το σπίτι, τώρα είχε φυτρώσει στο μέσα ακριβώς μέρος της μάντρας τους. Ένα πρωί μάλιστα, μετά από μια νύχτα χειμωνιάτικη που ακούγονταν παράξενα χτυπήματα, σαν ανοίξανε τα παράθυρά τους προς το βουνό, είδαν πως η μάντρα είχε ψηλώσει δύο σειρές ακόμα και πως στην άκριά της είχαν φυτρώσει γυαλιά. Πολλά γυαλιά. Λεπτά και χοντρά γυαλιά. Τότε ήταν που η μητέρα Σεμέλη είχε πει σε κάποια φίλη της στο τηλέφωνο: "Νομίζει ότι επειδή σηκώνει τοίχους, μπορεί να μας φυλακίσει..."
Item type: Λογοτεχνία
Tags from this library: No tags from this library for this title.
Holdings
Current library Call number Copy number Status Date due Barcode
Δημοτική Βιβλιοθήκη Περιστερίου
889.3 ΣΤΑ 1 Available 6086

Ο πατέρας είχε φέρει υλικά από παντού. Αυτό καθόλου δεν εμπόδισε το αποτέλεσμα να είναι ογκώδες και κακόγουστο. Εκείνος, βέβαια, δεν το έβλεπε έτσι. Το 'λεγε "τ' αρχοντικό μου". Τότε ήταν που τη θέση του στέγαστρου πήρε μια ράμπα τσιμεντένια που διέσχιζε όλο το κτήμα και που μπορούσε να παρκάρει την καινούργια του Μερσεντές που 'φερε από τη Γερμανία, όπως και τα αυτοκίνητα όσων φιλοξενούσε. Δηλαδή κανενός. Γιατί ποτέ δε φιλοξένησε άνθρωπο, προφυλάσσοντας έτσι την τιμή του σπιτιού του από επίδοξους ανταγωνιστές και αντεραστές.
Ο φράχτης του οικοπέδου έγινε μάντρα με δύο πλίθες, που μετά γίνανε τέσσερις κι ύστερα έξι και σοβαντισμένες. Μια νύχτα έγινε κι ένα "μεγάλο θαύμα" που ο πατέρας τους όρκισε να μην το πουν σε ψυχή. Επειδή ο καλός Θεός τους αγαπούσε, μεγάλωσε το κτήμα τους κάπου δέκα μέτρα κι εκεί που μια ψωμωμένη συκιά ήταν έξω από το σπίτι, τώρα είχε φυτρώσει στο μέσα ακριβώς μέρος της μάντρας τους.
Ένα πρωί μάλιστα, μετά από μια νύχτα χειμωνιάτικη που ακούγονταν παράξενα χτυπήματα, σαν ανοίξανε τα παράθυρά τους προς το βουνό, είδαν πως η μάντρα είχε ψηλώσει δύο σειρές ακόμα και πως στην άκριά της είχαν φυτρώσει γυαλιά. Πολλά γυαλιά. Λεπτά και χοντρά γυαλιά. Τότε ήταν που η μητέρα Σεμέλη είχε πει σε κάποια φίλη της στο τηλέφωνο: "Νομίζει ότι επειδή σηκώνει τοίχους, μπορεί να μας φυλακίσει..."