Local cover image
Local cover image

Ανάμεσά τους η μουσική / Αλέξανδρος Ίσαρης.

By: Ισάρης, Αλέξανδρος, 1941 -Material type: TextTextLanguage: Greek, Modern (1453- ) Series: Σύγχρονη ελληνική πεζογραφία (Άγρωστις)Publication details: Αθήνα : Άγρωστις, 1991. Description: 60 σ. ; 21 εκISBN: 960-7027-20-5Subject(s): Ελληνική λογοτεχνία -- ΜυθιστόρημαDDC classification: 889.3 Summary: Όταν τον πρωτοείδα ήταν πολύ νωρίς το πρωί, ήμουν ακόμα μισοκοιμισμένος και, χωρίς σχεδόν να το καταλάβω, βρισκόμουνα στη βεράντα του ξενοδοχείου, όπου με σκυφτό το κεφάλι προσπαθούσα να συναρμολογήσω το όνειρο της περασμένης νύχτας. Ήμουνα, λέει, σκαρφαλωμένος στα Πυρηναία, όπου το τοπίο ήταν μυθικό. Βράχοι αστραφτερεί και σύννεφα χρυσά και πετρώματα καλογυαλισμένα κι ένας ναός (ναοί;), που ακολουθώντας τις τις γραμμές του βουνού ανέβαινε πολύ ψηλά και χανόταν στον ουρανό. Ο ναός αυτός είχε χιλιάδες αίθουσες και έπιπλα σκαλιστά και εντειχισμένα αγάλματα από όνυχα, μάρμαρο και ορείχαλκο. Εγώ θαύμαζα μέσα απ' τους εξώστες και τις αλλεπάλληλες τζαμαρίες το βουνό, όπου κυριαρχούσαν το κεραμίδι, το πορτοκαλί, το καναρινί, η ώχρα (κυρίως αυτή) και όλοι οι τόνοι του γκρι. Σε κάποια αίθουσα συνάντησα μια άγνωστη γυναίκα με κοντά μαλλιά κι ένα παλιομοδίτικο ταγιέρ. Αυτή η γυναίκα μου είπε με σπασμένα ελληνικά πως ο υπόλοιπος ναός ήταν άδειος, πως δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον και μετά είχε πει και κάτι ακόμα, κάτι πολύ δυσάρεστο, αλλά ήταν αδύνατο να θυμηθώ τι, πίεζα το κεφάλι μου με τα χέρια για να μπορέσω να θυμηθώ, και τότε ανοίγοντας τα μάτια τον είδα για πρώτη φορά. Τον κοίταζα ώρα πολλή χωρίς να κατεβάζω τα χέρια απ' το κεφάλι, προσπαθώντας να συγκρατήσω τη συγκίνηση που ανέβαινε στο λαιμό μου, αλλά και τον τρόμο που είχε αρχίσει να απλώνεται σ' όλο το σώμα μου σαν χρώμα πάνω σε βρεγμένο χαρτί... Ήταν κατάμαυρος, μ' ένα σπασμένο δαχτυλίδι στην κορυφή του, μαύρο κι αυτό. Η θάλασσα ήταν άχρωμη, απούσα και αδιάφορη. Πολύ συχνά στη ζωή μας ταραζόμαστε με κάποια χρώματα, με κάποια σχήματα, πρόσωπα, κτίρια ή τοπία που πρωτοαντικρίζουμε, γιατί μας θυμίζουν κάτι, γιατί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο και παρά τη θέλησή μας, πρόκειται να παίξουν κάποιο σημαντικό ρόλο στη ζωή μας, γιατί νιώθουμε μιαν ανεξήγητη,απροσδιόριστη συγγένεια μαζί τους, γιατί ανασύρουν μέσα από δαιδαλώδεις διαδρομές κάποιες θολές μνήμες ή γιατί ανακαλύπτουμε επιτέλους αυτό που με λαχτάρα και βασανιστική αγωνία αναζητούσαμε, αυτό που χρόνια ονειρευόμαστε ή προσπαθούσαμε να διατυπώσουμε με σχέδια, πίνακες, φιλιά, συνουσίες χεορονομίες, χορούς, χάδια, κλάματα, κραυγές, εκκλήσεις και τάματα. Αυτό το τεράστιο, ζοφερό, αναποδογυρισμένο καπέλο, που με τα χρόνια διαπίστωσα πως από άλλα σημεία μοιάζει με ξαπλωμένο κήτος ή με παραμορφωμένο γίγαντα και που τη στιγμή εκείνη στεκόταν έτσι απρόσμενα μπροστά μου, ήταν το τέρμα μιας πολύχρονης περιπλάνησης, η ενσάρκωση των θολών, ασύλληπτων οραμάτων μου, ήταν η άλλη πατρίδα μου, το σπυρί που φύτωσε στο μυαλό μου και δε μ' αφήνει να ησυχάσω.
Item type: Λογοτεχνία
Tags from this library: No tags from this library for this title.
Holdings
Current library Call number Copy number Status Date due Barcode
Δημοτική Βιβλιοθήκη Περιστερίου
889.3 ΙΣΑ 1 Available 375

Όταν τον πρωτοείδα ήταν πολύ νωρίς το πρωί, ήμουν ακόμα μισοκοιμισμένος και, χωρίς σχεδόν να το καταλάβω, βρισκόμουνα στη βεράντα του ξενοδοχείου, όπου με σκυφτό το κεφάλι προσπαθούσα να συναρμολογήσω το όνειρο της περασμένης νύχτας. Ήμουνα, λέει, σκαρφαλωμένος στα Πυρηναία, όπου το τοπίο ήταν μυθικό. Βράχοι αστραφτερεί και σύννεφα χρυσά και πετρώματα καλογυαλισμένα κι ένας ναός (ναοί;), που ακολουθώντας τις τις γραμμές του βουνού ανέβαινε πολύ ψηλά και χανόταν στον ουρανό. Ο ναός αυτός είχε χιλιάδες αίθουσες και έπιπλα σκαλιστά και εντειχισμένα αγάλματα από όνυχα, μάρμαρο και ορείχαλκο. Εγώ θαύμαζα μέσα απ' τους εξώστες και τις αλλεπάλληλες τζαμαρίες το βουνό, όπου κυριαρχούσαν το κεραμίδι, το πορτοκαλί, το καναρινί, η ώχρα (κυρίως αυτή) και όλοι οι τόνοι του γκρι. Σε κάποια αίθουσα συνάντησα μια άγνωστη γυναίκα με κοντά μαλλιά κι ένα παλιομοδίτικο ταγιέρ. Αυτή η γυναίκα μου είπε με σπασμένα ελληνικά πως ο υπόλοιπος ναός ήταν άδειος, πως δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον και μετά είχε πει και κάτι ακόμα, κάτι πολύ δυσάρεστο, αλλά ήταν αδύνατο να θυμηθώ τι, πίεζα το κεφάλι μου με τα χέρια για να μπορέσω να θυμηθώ, και τότε ανοίγοντας τα μάτια τον είδα για πρώτη φορά. Τον κοίταζα ώρα πολλή χωρίς να κατεβάζω τα χέρια απ' το κεφάλι, προσπαθώντας να συγκρατήσω τη συγκίνηση που ανέβαινε στο λαιμό μου, αλλά και τον τρόμο που είχε αρχίσει να απλώνεται σ' όλο το σώμα μου σαν χρώμα πάνω σε βρεγμένο χαρτί... Ήταν κατάμαυρος, μ' ένα σπασμένο δαχτυλίδι στην κορυφή του, μαύρο κι αυτό. Η θάλασσα ήταν άχρωμη, απούσα και αδιάφορη. Πολύ συχνά στη ζωή μας ταραζόμαστε με κάποια χρώματα, με κάποια σχήματα, πρόσωπα, κτίρια ή τοπία που πρωτοαντικρίζουμε, γιατί μας θυμίζουν κάτι, γιατί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο και παρά τη θέλησή μας, πρόκειται να παίξουν κάποιο σημαντικό ρόλο στη ζωή μας, γιατί νιώθουμε μιαν ανεξήγητη,απροσδιόριστη συγγένεια μαζί τους, γιατί ανασύρουν μέσα από δαιδαλώδεις διαδρομές κάποιες θολές μνήμες ή γιατί ανακαλύπτουμε επιτέλους αυτό που με λαχτάρα και βασανιστική αγωνία αναζητούσαμε, αυτό που χρόνια ονειρευόμαστε ή προσπαθούσαμε να διατυπώσουμε με σχέδια, πίνακες, φιλιά, συνουσίες χεορονομίες, χορούς, χάδια, κλάματα, κραυγές, εκκλήσεις και τάματα. Αυτό το τεράστιο, ζοφερό, αναποδογυρισμένο καπέλο, που με τα χρόνια διαπίστωσα πως από άλλα σημεία μοιάζει με ξαπλωμένο κήτος ή με παραμορφωμένο γίγαντα και που τη στιγμή εκείνη στεκόταν έτσι απρόσμενα μπροστά μου, ήταν το τέρμα μιας πολύχρονης περιπλάνησης, η ενσάρκωση των θολών, ασύλληπτων οραμάτων μου, ήταν η άλλη πατρίδα μου, το σπυρί που φύτωσε στο μυαλό μου και δε μ' αφήνει να ησυχάσω.

Click on an image to view it in the image viewer

Local cover image