000 | 02911nam a22002417a 4500 | ||
---|---|---|---|
001 | PLP - 14112 | ||
003 | PLP | ||
005 | 20230629063046.0 | ||
006 | a||||er|||| 00| 1 | ||
007 | ta | ||
008 | 230112t2005 gr ||||e |||| 00| 1 gre d | ||
020 | _a960-224-979-X | ||
040 |
_aPLP _bgre _cPLP _dPLP _eaacr |
||
041 | 0 | _agre | |
082 | 0 | 4 | _a889.3 |
100 | 1 |
_924234 _aΓεργατσούλης, Βασίλης Ι., _d1965- |
|
245 | 1 | 2 |
_aΗ Αναρά : _b[μυθιστόρημα] / _cΒασίλης Ι. Γεργατσούλης. |
260 |
_aΑθήνα : _bΣύγχρονη Εποχή, _c2005. |
||
300 |
_a266 σ. ; _c21 εκ. |
||
520 | _aΦτάνοντας στα πρώτα σπίτια του χωριού βλέπω μια γριά να κάθεται στην αυλή της και να πλέκει με το βελονάκι της μια περίτεχνη λεπτή δαντέλα. - Πιστεύεις, γιαγιά στις αναράδες; τη ρωτώ διστακτικά. Υπάρχουν στ' αλήθεια; - Στις αναράδες; ρωτά έκπληκτη η γριά, που ασφαλώς δεν περίμενε τέτοια ερώτηση. Πού τις θυμήθηκες αυτές, παιδάκι μου; Υπάρχουν! λέει στο τέλος με έναν τόνο σιγουριάς στη φωνή της. Κάποτε τις βλέπαμε ταχτικά! - Και πού πήγαν τώρα, γιαγιά; Πέθαναν; Η γριά ξεσπά σε δυνατά γέλια. - Πέθαναν; Αυτές δεν πεθαίνουν ποτέ! λέει στο τέλος. - Και γιατί δεν τις βλέπουμε πια; - Να σου πω, γιε μου! Τις αναράδες από παλιά τις έβλεπαν μόνο οι αλαφροΐσκιωτοι και οι αγαθοί άνθρωποι. Σήμερα, που όλοι κυνηγάμε το χρήμα, ξέρεις εσύ κανέναν αγαθό; Πονήρεψε ο κόσμος! Γι' αυτό δεν εμφανίζονται πια! Σήμερα, βλέπεις, εμείς είμαστε πιο πονηροί από δαύτες! Μας φοβούνται και δε σιμώνουν! Είμαστε πιο διάβολοι εμείς από τις αναράδες. Ο Βασίλης Γεργατσούλης αντλεί την έμπνευσή του από τους λαϊκούς θρύλους της Καρπάθου. Σκιαγραφεί τη ζωή του ανθρώπου στην κλειστή νησιώτικη κοινωνία και τη μετεξέλιξή της στις σημερινές συνθήκες αστικοποίησης. Φιλοσοφεί πάνω στο θέμα του χρόνου, των γηρατειών και της ζωής. | ||
650 | 4 |
_aΕλληνική λογοτεχνία _vΜυθιστόρημα _93512 |
|
942 |
_2ddc _cAF |
||
999 |
_c14112 _d14112 |