000 02526nam a22002177a 4500
005 20230629062811.0
006 a|||||r|||| 00| 1
007 ta
008 120906t2007 gr ||||| |||| 00| 1 gre d
020 _a978-960-219-195-8
040 _aPLP
082 _a889.3 ΠΑΠ
100 1 _97888
_aΠαπαδάκη, Αλκυόνη
_d1943 -
245 1 3 _aΤο ταξίδι που λέγαμε... /
_cΑλκυόνη Παπαδάκη
260 _aΑθήνα :
_bΚαλέντης,
_c2007
300 _a394 σ. ;
_c21εκ.
440 0 _a(Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία)
_95886
520 _aΕίναι άνοιξη! Απόβραδο. Με πνίγει η άνοιξη. Μου κόβει την ανάσα. Δεν αντέχει πια η ψυχή μου να κουβαλήσει τόση ομορφιά. Σαν να φορτώσεις στη ράχη μιας κάμπιας ένα κόκκινο ρόδι. Φουσκώνουν οι φλέβες μου, πονάει το αίμα μου, παλεύουν να βλαστήσουν οι σπόροι μέσα μου και δεν υπάρχει χώμα για να ριζώσουν. Δεν υπάρχει αρκετό νερό να ποτιστούν. Όταν έπρεπε να κόψω όλους τους άγριους θάμνους να ελευθερωθεί το τοπίο, δεν το ' κανα. Λυπήθηκα τα φίδια, που δε θα είχαν άλλες φωλιές για να κρυφτούν. Όταν έπρεπε να φυλάξω λίγο νερό, για ώρα ανάγκης, δεν το 'κανα. Λυ πήθηκα τ' αδέσποτα, που διψούσαν. Τώρα... Τώρα, πως να φυτρώσουν οι βολβοί; Πως να ποτιστούν τα όνειρα...Παρ' όλα αυτά, δεν λέω πως δεν βρίσκω κάποιες λύσεις. Πάντα υπάρχει ένα ψεχασμένο, άδειο κονσερβοκούτι στην ψυχή μου. Με φτάνει για να φυτέψω ένα λουλούδι, εποχιακό. - Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλο πλάσμα επι της γης, που να υπηρετεί και να λατρεύει τόσο το εφήμερο όσο εσύ! μου είπε κάποτε ένας εραστής μου. - Αμέ! Υπάρχει. Οι πεταλούδες!του απάντησα.
650 4 _aΕλληνική λογοτεχνία
_vΜυθιστόρημα
_93512
942 _2ddc
_cAF
_06
999 _c3951
_d3951